Τα δύσκολα χρόνια στη Θεσσαλονίκη
Ο πατέρας της Κωνσταντίνος Καρπούζης, καθηγητής Μαθηματικών, υπήρξε αυστηρών αρχών, και απαιτούσε στρατιωτική πειθαρχία από την οικογένεια.
Ήταν άκαμπτος άνθρωπος, γεγονός που καθόρισε τη σχέση του με την κόρη του. Η μητέρα της Θεώνη, το γένος Λάφη, δασκάλα, ήταν το ακριβώς αντίθετο από τον άντρα της: τρυφερή, ευγενική, χαμογελαστή.
Η μικρή Ευγενία γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου του 1933 (1934 σύμφωνα με στοιχεία της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου). Ήταν ενός έτους όταν η οικογένεια μετακόμισε στη Σύρο λόγω δυσμενούς μετάθεσης του πατέρα. Αν και ένας από τους ευφυέστερους μαθηματικούς της εποχής του, συγγραφέας βιβλίου ασκήσεων που διδασκόταν στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, είχε έρθει σε ρήξη με τον ίδιο τον Ιωάννη Μεταξά.
Παρόλο που και ο ίδιος ήταν ακραιφνής εθνικιστής και προσωπικός φίλος του δικτάτορα, ο οποίος τον προόριζε για καθηγητή πανεπιστημίου, σε μια αντιδικία τους του μίλησε τόσο άσχημα, που στάλθηκε «εξορία». Η τιμωρία κράτησε έναν χρόνο και εν τέλει ο διαπρεπής μαθηματικός βρέθηκε να υπηρετεί ως γυμνασιάρχης στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έζησε και η Ευγενία Καρπούζη μέχρι τα δεκαέξι της χρόνια.
Σε τρυφερή ηλικία έγινε μάρτυρας του βομβαρδισμού της Θεσσαλονίκης και της φρίκης της Κατοχής. Η ίδια, πολλά χρόνια αργότερα, έλεγε πως η μητέρα της, όταν έπεφταν οι βόμβες, για να την ηρεμήσει, έβαλε να παίζει στο γραμμόφωνο η Ενάτη του Μπετόβεν.
Από εκείνο το περιστατικό συνειδητοποίησε ενστικτωδώς τη θαυματουργή επίδραση της τέχνης στην ανθρώπινη φύση. Το γεγονός δεν το ξέχασε ποτέ και καταγράφηκε μέσα της και ως μια πρώτη, ακούσια, αλλά εμβληματική επαφή με την τέχνη.
Ο πατέρας της, απότομος, σκληρός, απόλυτος, δεν σήκωνε πολλές κουβέντες από τη γυναίκα και την κόρη του. Εκείνη, βέβαια, δεν του έδινε δικαιώματα. Πρώτη μαθήτρια, αρίστευε από πολύ νωρίς σε όλα, είτε για να βγάλει ασπροπρόσωπη τη μητέρα της, καθώς φοιτούσε στο ίδιο σχολείο όπου δίδασκε εκείνη, είτε γιατί είχε μια έμφυτη αγάπη για το διάβασμα και τη γνώση.
Λάτρευε τη μάνα της κι εκείνη για χάρη της υπέμενε κάθε ιδιορρυθμία του άντρα της. Συγγενείς στη Θεσσαλονίκη δεν είχαν, ήταν σαν ξένοι, οπότε το σχολείο ήταν το μόνο περιβάλλον όπου μπορούσε να δημιουργήσει δεσμούς και να αναπτύξει την απαράμιλλη κοινωνικότητά της.
Τα αγόρια έμεναν κατάπληκτα μπροστά στα υπέροχα γαλαζοπράσινα μάτια της. Ένας από τους πρώτους θαυμαστές της ήταν και ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο οποίος υπήρξε συμμαθητής της στο Α’ Δημοτικό της Β’ Περιφέρειας Θεσσαλονίκης. Για χρόνια θυμόταν πόση εντύπωση του είχαν κάνει τα μάτια της – τόση, που δεν τα ξέχασε ποτέ!
Όταν σε ένα από τα πρώτα μαθήματα Γαλλικών απήγγειλε ένα ποίημα, η καλόγρια που τους δίδασκε ενθουσιάστηκε τόσο, που την ρώτησε το όνομά της. «Ευγενία» αποκρίθηκε εκείνη και η soeur είπε: «Α, δηλαδή Eugénie. Θα σε λέω τότε Genny, που είναι το χαϊδευτικό του Eugénie». Κι έτσι βαφτίστηκε Τζένη.
Την Κατοχή δεν την πολυαισθάνθηκε. Η μητέρα της έκανε ιδιαίτερα σε παιδάκια και οι γονείς τους, για να την ξεπληρώσουν, της έστελναν διάφορα φαγώσιμα, αυγά, καμιά κότα, λουκάνικα. Οι γείτονες εκείνα τα χρόνια μοιράζονταν, εκτός από τις πίκρες, και τις χαρές τους.
Όταν έμπαινε κάτι στα σπίτια τους, καλούσαν την Ευγενούλα να φάει κι αυτή. Αλλά τι ήταν η έλλειψη φαγητού μπροστά στις ανθρώπινες απώλειες! Καθώς η ναζιστική διοίκηση μάζεψε και ξαπόστειλε στα στρατόπεδα εξόντωσης ολόκληρο τον εβραϊκό πληθυσμό της πόλης, εκείνη έχασε δύο αγαπημένους της συμμαθητές, την Ιουδήθ και τον Αλβέρτο.
Την Απελευθέρωση ο στριφνός Κωνσταντίνος Καρπούζης τη γιόρτασε με ένα πιστόλι που είχε κρυμμένο στο μπαλκόνι τους και τους αποκάλυψε όταν πυροβόλησε στον αέρα. Αμέσως μετά αποφασίστηκε να κατέβουν στην Αθήνα να ξαναδούν τους δικούς τους.
Οι δυο γυναίκες επιβιβάστηκαν πρώτες στο πλοίο «Χιμάρα» και διέσχισαν μια κρύα νύχτα το Αιγαίο, στρωματσάδα, στο κατάστρωμα. Από τα τζάμια η Ευγενούλα έβλεπε τις κυρίες με τα ωραία ρούχα και τα καπέλα να τρώνε σε καθαρά τραπέζια μέσα στη ζέστη κι ονειρευόταν ότι ήταν μαζί τους, ότι τους έλεγε ιστορίες, τους τραγουδούσε, τους απήγγελλε ποιήματα και χόρευε θεσπέσια. Μετά ακολουθούσαν χειροκροτήματα…
Το δημοτικό το τέλειωσε με άριστα και οι γονείς της αποφάσισαν να τη στείλουν στην Ελληνογαλλική Σχολή Καλογραιών Καλαμαρί. Οι Γαλλίδες καθολικές καλόγριες που το διοικούσαν φορούσαν εκείνα τα μεγάλα, άσπρα, κολλαριστά καπέλα που απέπνεαν μια παράξενη θεατρικότητα.
Όταν σε ένα από τα πρώτα μαθήματα Γαλλικών απήγγειλε ένα ποίημα, η καλόγρια που τους δίδασκε ενθουσιάστηκε τόσο, που την ρώτησε το όνομά της. «Ευγενία» αποκρίθηκε εκείνη και η soeur είπε: «Α, δηλαδή Eugénie. Θα σε λέω τότε Genny, που είναι το χαϊδευτικό του Eugénie». Κι έτσι βαφτίστηκε Τζένη.
Πρώτη και καλύτερη έτρεχε να οργανώσει στις γιορτές παραστάσεις, έλεγε ποιήματα, έγραφε σκετσάκια και «σκηνοθετούσε», προσπαθώντας να επιβάλει τη γνώμη της στις συμμαθήτριές της. Έκανε τη διανομή των ρόλων, επεξεργαζόταν τα κείμενα, παθιαζόταν και ουσιαστικά ετοίμαζε μέσα της τον δρόμο που ήθελε να ακολουθήσει, εκείνον του θεάτρου.
Όλα αυτά σε μια εποχή που στην Ελλάδα μαινόταν ο Εμφύλιος. Τον πόλεμο αυτόν η Τζένη δεν τον βίωσε, δεν τον μυρίστηκε καν. Ίσως οι γονείς της ήθελαν να προστατεύσουν την παιδική της αθωότητα − πολύ αργότερα θα έκανε τα πάντα για να «επανορθώσει» τη σχετική της αδιαφορία απέναντι στα πολιτικά πράγματα της χώρας.
Επιστροφή στην Αθήνα – Τα πρώτα βήματα στο θέατρο
Μετά από δεκαέξι χρόνια στην «εξορία» του Βορρά, οι γονείς πήραν μετάθεση πίσω στην Αθήνα. Εγκαταστάθηκαν σε μονοκατοικία στο Χαλάνδρι, καθώς ο πατέρας ήταν αρκετά ευκατάστατος, κι εκείνη συνέχισε τις τελευταίες δύο χρονιές του γυμνασίου στη γαλλική σχολή καλογραιών Saint Joseph.
Στο τέλος της φοίτησής της έπαιξε θέατρο στη σκηνή του Ρεξ-Κοτοπούλη, ερμηνεύοντας δίπλα στις συμμαθήτριές της τον κεντρικό ρόλο της Αντιγόνης στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή.
Ίσως αυτό να έδωσε και την αφορμή να δώσει εξετάσεις στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου − όχι ότι δεν ήταν μέσα της βαθιά πεπεισμένη πως αυτό ήθελε να κάνει. Ο Κωνσταντίνος Καρπούζης ούτε ν’ ακούσει μια τέτοια προοπτική για την κόρη του.
Η Τζένη πήγε κρυφά, έδωσε εξετάσεις στο Εθνικό, πέρασε. Αλλά, καθώς ήταν ανήλικη, έπρεπε να δεχτούν οι γονείς. Από τη σχολή κάλεσαν την κυρία Θεώνη Καρπούζη και της είπαν ότι θα ήταν κρίμα αυτό το κορίτσι να μη σπουδάσει θέατρο.
Ο πατέρας ονειρευόταν για την κόρη του πανεπιστημιακή καριέρα κι έτσι εκείνη συμμάχησε με τη μητέρα, με την οποία έτσι κι αλλιώς είχε σχέση λατρείας. Άρχισε να παρακολουθεί τη δραματική σχολή του Εθνικού χωρίς να το ξέρει εκείνος. Ήταν φθινόπωρο του 1951.
Στις θεατρικές σπουδές αφοσιώθηκε με την ίδια πειθαρχία που επέδειξε σε ολόκληρη τη μαθητική της ζωή. Δάσκαλοί ήταν της μερικοί από τους σημαντικότερους του θεάτρου και των γραμμάτων. Ο Δημήτρης Ροντήρης, ο Άγγελος Τερζάκης, που επινόησε το επίθετο «Καρέζη» με το οποίο τη γνώρισε ολόκληρη η Ελλάδα, απελευθερώνοντάς την από το αστείο πατρώνυμο, η κυρία Κατερίνα, και ο πρώτος μεγάλος της έρωτας, ο σαγηνευτικός πρωταγωνιστής Γιώργος Παππάς.
Με διαφορά ενός σπουδαστικού έτους φοιτούσαν επίσης στη Δραματική Σχολή του Εθνικού η Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ. Η φιλία που τη συνέδεσε με την πρώτη και που τα χρόνια της μεγάλης τους επιτυχίας παρουσιάστηκε από εκατοντάδες δημοσιεύματα ως μεγάλη έχθρα και αβυσσαλέος ανταγωνισμός τα χρόνια της σχολής ήταν ακλόνητη!
Οι δυο τους τόσο κοντά η μία στην άλλη, που, όποτε φορούσαν παρόμοια ρούχα και περπατούσαν μαζί στους δρόμους της Αθήνας, τις περνούσαν για αδελφές.
Όταν τα έμαθε ο Καρπούζης ξέσπασε μεγάλος καβγάς κι έκανε το μεγάλο λάθος να σηκώσει το χέρι και να της ρίξει ένα δυνατό σκαμπίλι. Η Τζένη πήρε το χέρι του, το κατέβασε και του είπε: «Αυτό δεν θα ξανασυμβεί ποτέ!». Το επόμενο που έκανε ήταν να πάρει τη μητέρα της και να αφήσουν το σπίτι του μια για πάντα.
Η κ. Θεώνη πήρε διαζύγιο από τον σύζυγό της, έχοντας μέχρι εκείνη τη στιγμή υπομείνει τα πάνδεινα από εκείνον, ρίχνοντας κι εκείνη οριστικά μαύρη πέτρα πίσω της. Μάνα και κόρη εγκαταστάθηκαν στο Λαφέικο, σε ένα νεοκλασικό επί της οδού Χέυδεν, απέναντι από το Πεδίον του Άρεως, όπου ζούσε όλο το σόι μαζί. Αυτό αποτελούσε σκάνδαλο σχεδόν: δύο γυναίκες μόνες, η μάνα ακόμα νέα και όμορφη, με κόρη ηθοποιό!
Αλλά η Τζένη Καρέζη, πέρα από την ωριμότητα και τη μόρφωσή της, που οπωσδήποτε τη διαφοροποιούσαν από τις συνομήλικές της, ήταν ένας άνθρωπος απόλυτος και ξεροκέφαλος σαν τον πατέρα της. Γιατί μ’ εκείνον έμοιαζε σε πάρα πολλά. Μόνο που εκείνη φρόντισε τα πιο ενοχλητικά να τα αντιστρέψει και να τα κάνει προτερήματα.
Την επιθετικότητα εκείνου την έκανε ειλικρίνεια και πείσμα για το δίκιο, τις εμμονές της τις μετέτρεψε σε πάθος για το καλό γούστο, για το θέατρο, για τις μεγάλες αξίες.
Παθιαζόταν τόσο πολύ με αυτό που πρέσβευε, που ήταν ικανή να χαλάσει ακόμα και φιλία ετών, ώστε να υπερασπιστεί την άποψή της. Αυτό έδειχνε πόσο ειλικρινής ήταν με το περιβάλλον της και πόσο έντιμη απέναντι στα πιστεύω της.
Από τη δραματική σχολή αποφοίτησε το καλοκαίρι του 1954 με άριστα. Το φθινόπωρο εκείνο η Μελίνα Μερκούρη ανέβασε στο Θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ την «Ωραία Ελένη» των Αντρέ Ρουσέν και Μαντλέν Γκρέι σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυράτ. Η Τζένη Καρέζη συμμετείχε στη διανομή και η λαμπρή πρεμιέρα του αστραφτερού μπουλβάρ επισφράγισε το γεγονός ότι η νεαρή ηθοποιός είχε όλα τα φόντα να για σταθεί στα πόδια της.
Είχε περάσει τις πιο δύσκολες εξετάσεις που θα μπορούσε, δίπλα στην πιο γοητευτική γυναίκα της αθηναϊκής σκηνής. Και μόλις δύο μήνες μετά βρέθηκε να ερμηνεύει την Αντέλα στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», δίπλα στην Κατίνα Παξινού, στη Χριστίνα Καλογερίκου και στη Βάσω Μεταξά, όλες ανυπέρβλητες ηθοποιοί, με σκηνοθέτη τον Αλέξη Μινωτή, σε μετάφραση Νίκου Γκάτσου και σκηνικά – κοστούμια Γιάννη Τσαρούχη.
Η συνεργασία της με το ζεύγος Μινωτή – Παξινού σηματοδότησε μια μεγάλη φιλία που αποδείχθηκε μακροπρόθεσμα ιδιαίτερα σημαντική.
Μέσα σε μια χρονιά απέδειξε ότι επρόκειτο για μια τρομερά ταλαντούχα ηθοποιό που ήταν ικανή να μεταπηδάει από το ένα είδος στο άλλο με τη μεγαλύτερη ευκολία. Από ένα γαλλικό μπουλβάρ κι έναν Λόρκα βρέθηκε να συμμετέχει, πάντα στο ίδιο θέατρο της οδού Πανεπιστημίου, στον «Φαύλο Κύκλο» του Δημήτρη Ψαθά και λίγο μετά στον «Μακμπέθ», το μεγάλο φιάσκο της Μελίνας.
Το καλοκαίρι εκείνο εντάχθηκε στον θίασο των Ηλιόπουλου – Φωτόπουλου, όπου έπαιξε δίπλα στους δύο σπουδαίους κωμικούς σε δύο φαρσοκωμωδίες. Εκεί ήταν που για πρώτη ίσως φορά αναδείχτηκε το κωμικό ταμπεραμέντο της, που τα χρόνια της μεγάλης δόξας την έκανε ιδιαίτερα αγαπητή στον κόσμο.
Τον χειμώνα που ακολούθησε την προσέλαβαν στο Εθνικό, ό,τι πιο τιμητικό εκείνη την εποχή για ηθοποιό, και βρέθηκε να παίζει στη σκηνή της Αγίου Κωνσταντίνου ένα ξεχωριστό ρεπερτόριο, με συνεργάτες την πνευματική και καλλιτεχνική αφρόκρεμα. «Δοκιμασία» του Άρθουρ Μίλερ σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, «Άμλετ» σε σκηνοθεσία Μινωτή, με τον ίδιο στον ομώνυμο ρόλο, την Παξινού, τον Κωτσόπουλο, τον Ζερβό, τον Αλεξανδράκη και τον πρωτοεμφανιζόμενο Δημήτρη Παπαμιχαήλ στην υπόλοιπη διανομή. Τον Ιανουάριο του 1956 έπαιξε στην «Έβδομη μέρα της δημιουργίας» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, με τον οποίο συνδέθηκε για ένα σύντομο διάστημα συναισθηματικά, δεσμός που εξελίχθηκε σε μια σχέση αλληλοεκτίμησης και φιλίας, με πάμπολλες συνεργασίες.
Το καλοκαίρι ο Σολομός την πήρε στις «Εκκλησιάζουσες», μια παράσταση που παίχτηκε στο Ηρώδειο, με τη Μαίρη Αρώνη ως Πραξαγόρα και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι.
Το επόμενο καλοκαίρι, τον Ιούλιο του 1957, έκανε το ντεμπούτο της στην Επίδαυρο, ως Μυρρίνη στη «Λυσιστράτη». Για πολλά χρόνια παρέμεινε θρυλική η σκηνή της Μυρρίνης και του Κινησία, τον οποίο ερμήνευσε ο Χριστόφορος Νέζερ.
Η επιλογή της στον κεντρικό ρόλο από τον Αλέκο Σακελλάριο στην ταινία του «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» με τους Φωτόπουλο – Αυλωνίτη, τον Αλεξανδράκη και την εξαιρετική μουσική του Χατζιδάκι είχε τόσο μεγάλη επιτυχία, που εκτίναξε τη νεαρή ηθοποιό σε πρωτόγνωρα ύψη δημοτικότητας. Αμέσως μετά γυρίστηκε και η συνέχεια, με τίτλο «Λατέρνα, φτώχεια και γαρίφαλο», με τους ίδιους πρωταγωνιστές και τα εκπληκτικά τραγούδια του Μάνου, τα οποία τραγούδησε η ίδια η Τζένη.
Ο δαιμόνιος σεναριογράφος και σκηνοθέτης Σακελλάριος είχε βρει στο πρόσωπό της την ιδανική ενζενί για τα κινηματογραφικά του σχέδια. Έτσι, την έβαλε δίπλα στους Λογοθετίδη – Λιβυκού στο «Δελησταύρου & υιός», και την επόμενη χρονιά ανάμεσα στη Βασιλειάδου, τον Μακρή και τη Ζαφειρίου, ως μία από τις κόρες −και υποψήφιες νύφες− ενός αυταρχικού πατέρα στην ξεκαρδιστική «Θεία από το Σικάγο», που τη σεζόν 1957-1958 έκανε ρεκόρ εισιτηρίων.
Όλα αυτά παράλληλα με την Κορντέλια στον «Βασιλιά Ληρ» και άλλους ρόλους κλασικού ρεπερτορίου. Φυσικά, η κινηματογραφική παραγωγή που απευθυνόταν κυρίως στο μεγάλο λαϊκό κοινό δεν έπαυε να της προτείνει και να γυρίζει ταινίες μαζί της: «Η λίμνη των πόθων» του Γιώργου Ζερβού, «Μια λατέρνα, μια ζωή» του Σωκράτη Καψάσκη σε σενάριο του Γιώργου Τζαβέλα, «Τα ναυάγια μιας ζωής» της μοναδικής γυναίκας σκηνοθέτιδας της εποχής Μαρίας Πλυτά, «Το τρελοκόριτσο» του Ντίμη Δαδήρα σε σενάριο του Γιάννη Δαλιανίδη. Μια εκκολαπτόμενη εγχώρια βιοτεχνία εικόνων και ονείρων που είχε ανάγκη το πανέμορφο πρόσωπο του νεαρού αυτού κοριτσιού με το αθώο βλέμμα και την αποφασιστικότητα της γυναίκας της νέας εποχής που αναδυόταν.
Οι μεγάλες επιτυχίες της ως σταρ της σκηνής και της οθόνης
Το 1959 όταν τραγούδησε το θρυλικό «Μην τον ρωτάς τον ουρανό» του Χατζιδάκι για την ταινία του Δαδήρα «Το νησί των γενναίων» − ήταν η χρονιά που εγκατέλειψε οριστικά και το Εθνικό Θέατρο. Άφησε πίσω τις «Οφηλίτσες» και τις «Αντέλες», όπως έλεγε χαριτολογώντας, και αφέθηκε στη μεγάλη αγκαλιά του κόσμου, που με την κωμωδία και τα λουσάτα μπουλβάρ τής χάρισε τη μεγάλη επιτυχία και τον τίτλο της σταρ.
Φιλόδοξη γαρ, προτίμησε να ενσωματωθεί στον θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου στο Ρεξ και να παίξει ελληνική κωμωδία, δύο έργα με την υπογραφή του δίδυμου Τσιφόρου-Βασιλειάδη, που επρόκειτο να σπάσουν ταμεία. Το «Κοροϊδάκι της δεσποινίδος», που αμέσως γυρίστηκε και σε ταινία από τον Δαλιανίδη, και το «Η κυρία του κυρίου», με το οποίο πραγματοποίησαν περιοδεία ανά την Ελλάδα.
Τον Οκτώβρη του 1961 προσλήφθηκε ως πρωταγωνίστρια στο θέατρο των «νοικοκυραίων» Μουσούρη. Το κοινό είχε αφεθεί πια οριστικά στη γοητεία της, με ταινίες όπως η «Χριστίνα» του Δαλιανίδη με συμπρωταγωνιστή τον Ανδρέα Μπάρκουλη και η «Χιονάτη και τα 7 γεροντοπαλίκαρα», σε σενάριο και σκηνοθεσία του Καμπανέλλη, με τους κορυφαίους κωμικούς, Μακρή, Αυλωνίτη, Ευθυμίου, Φωτόπουλο, Μαυρίδη και Λειβαδίτη να την πλαισιώνουν.
Εκείνη τη χρονιά γύρισε και μια ταινία που σκηνοθέτησε ο Ερρίκος Θαλασσινός, το σενάριο της οποίας είχε συγγράψει με έναν νεαρό ηθοποιό που μόλις είχε τελειώσει το στρατιωτικό του, τον Κώστα Καζάκο. Επρόκειτο για την «Προδομένη αγάπη», στην οποία έγινε η πρώτη συνάντηση των δύο μετέπειτα συζύγων, όπου εκείνος συμμετείχε ως ηθοποιός και βοηθός σκηνοθέτη − οι ματιές τους δεν συναντήθηκαν. Σε εκείνη την πρώτη τους γνωριμία, την οποία η σταρ είχε παντελώς ξεχάσει, όπως του ομολόγησε αργότερα, απλώς τη βοηθούσε να μάθει τα λόγια της την ώρα του μακιγιάζ.
Το φθινόπωρο του 1961 η Τζένη Καρέζη βρέθηκε στο Λονδίνο για «καλλιτεχνική ενημέρωση». Εκεί συνάντησε την επιστήθια φίλη της Μελίνας, Ρένα Μεσολωρά, και τον σύζυγό της.
Οι παρέες της προέρχονταν πλέον από το θεατρόφιλο Κολωνάκι. Ένα βράδυ το ζεύγος είχε κανονίσει μια έξοδο, όταν εμφανίστηκε ξαφνικά από το Παρίσι, στο οποίο ζούσε εκείνα τα χρόνια, ο Ζάχος Χατζηφωτίου. Ο γνωστός δημοσιογράφος ζούσε τότε παρασιτικά ως ένας διεθνής μπον-βιβέρ και πλέι-μπόι της Σεν Ζερμέν και της Κοτ ντ’ Αζούρ, ενώ προσπαθούσε να ναυλώνει πλοία ώστε να μπει στον χώρο της ναυτιλίας.
Οι παρέες του Χατζηφωτίου έγιναν και δικές της και μαζί συναναστρέφονταν πια ανθρώπους του πλούτου και της εξουσίας, αυτό που λένε «παλιά τζάκια» − χώρια οι πρεμιέρες στα θέατρα ή στα κέντρα όπου τραγουδούσαν οι μεγαλύτερες φίρμες.
Η βραδιά πέρασε όμορφα για την ελληνική παρέα και η πρωταγωνίστρια παρότρυνε τον Έλληνα του Παρισιού να πάει να τη δει στο θέατρο τα Χριστούγεννα που θα κατέβαινε στην Αθήνα. Ο Χατζηφωτίου δεν ήξερε πόσο διάσημη ήταν. Το διαπίστωσε μόνο όταν βρέθηκε στην 3η σειρά του Μουσούρη.
Το ίδιο βράδυ κατέληξαν στην «Αθηναία», το πιο κοσμικό κέντρο της εποχής, όπου όσοι τους είδαν απόρησαν πώς δύο εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι βρέθηκαν εκεί μέσα − η αμφισβήτηση αυτή θα τους συνόδευε έκτοτε όσο καιρό έμειναν μαζί.
Βγήκαν και ξαναβγήκαν, και όσο περνούσε ο καιρός γινόντουσαν όλο και πιο απαραίτητοι ο ένας για τον άλλον. Η Τζένη άλλωστε εκείνη την εποχή κυκλοφορούσε τη νύχτα, ιδιαίτερα στα κέντρα της Πλάκας. Έτσι, δεν άργησε να εναρμονιστεί με τον γλεντζέ Χατζηφωτίου. Φυσικά, τα βλέμματα συνήθως τα συγκέντρωνε εκείνη. Εκείνος ήταν παντελώς άγνωστος.
Σύντομα, στη συνείδηση όλων ήταν ζευγάρι και πολλές φορές στην παρέα τους συμπεριλαμβανόταν και η Μελίνα ή άλλοι διάσημοι ηθοποιοί. Βρισκόντουσαν στο επίκεντρο του κοσμικού κουτσομπολιού, καθώς η μεν «υψηλή κοινωνία» δυσκολευόταν να δεχτεί το γεγονός ότι οι θεατρίνοι ξαφνικά κυκλοφορούσαν στα λημέρια της, οι δε του θεάτρου θεωρούσαν ότι η Καρέζη είχε παρασηκώσει ψηλά τη μύτη με αυτήν τη σχέση.
Τα ξενύχτια και τα γλέντια έδιναν κι έπαιρναν και ένα βράδυ βρέθηκαν στην περίφημη «Τριάνα» του Χειλά, όπου του σχήματος με Ζαμπέτα, Μοσχολιού και Δούκισσα ηγούνταν ο Μπιθικώτσης. Στο τέλος του προγράμματος ο Μπιθικώτσης κάθισε μαζί τους και αφού αντάλλαξαν διάφορα, την ώρα που ετοιμαζόντουσαν να φύγουν τους ρώτησε με απαράμιλλο λαϊκό ένστικτο: «Δεν μου λες, ρε φίλε, εσείς οι δύο τι κάνετε;».
Ο Χατζηφωτίου του απάντησε: «Μάλλον αγαπιόμαστε». «Άντε, ρε!» ήταν η αντίδραση του βάρδου και η επόμενη ατάκα του Ζάχου ήταν: «Δεν με λες, Γρηγόρη, αν παντρευτούμε, θα ‘ρθεις να τραγουδήσεις στον γάμο μας;». «Παντρέψου εσύ, ρε, και “καθαρίζω” εγώ». Η στιχομυθία κατοχυρώθηκε ως η επίσημη πρόταση γάμου του Χατζηφωτίου στην Καρέζη. Ο γάμος ορίστηκε για τις 7 Μαΐου του 1962.
Ο πρώτος γάμος – Κολωνάκι
Στον γάμο ο Κωνσταντίνος Καρπούζης δεν ήταν καλεσμένος, ούτε η Αλίκη Βουγιουκλάκη, γιατί, όπως έλεγε η ίδια η Τζένη: «Είναι ικανή να μου τα χαλάσει όλα». Μάλλον ήταν μία από τις περιόδους αντιπαλότητας, που συχνά εναλλάσσονταν με περιόδους μεγάλης αγάπης, ανάλογα με τον βαθμό επιτυχίας της μίας και της άλλης. Κουμπάρα ήταν η καλή φίλη του Ζάχου, η αείμνηστη «αρχόντισσα» Μάγια Καλλιγά. Καθώς ο ναός όπου τελέστηκε το μυστήριο ήταν ο περίβολος της Αγίας Φιλοθέης, η κοσμοσυρροή θαυμαστών ήταν τεράστια, απόδειξη ότι οι σταρ αντιμετωπίζονταν τότε σχεδόν ως «μυθικά» πρόσωπα.
Το γαμήλιο πάρτι που ακολούθησε στο Auberge της Κηφισιάς έμεινε αλησμόνητο. Οι 350 καλεσμένοι ήταν κοσμικοί φίλοι του γαμπρού, συμπεριλαμβανομένων του Σταύρου και της Ευγενίας Νιάρχου, των εκδοτών Ελένη Βλάχου και Νάσου Μπότση, κραταιά ονόματα βιομηχάνων και εφοπλιστών, πολιτικοί, όλοι της οι προσωπικοί φίλοι, ο Μινωτής και η Παξινού, η Μάρω Κοντού και η Μαίρη Χρονοπούλου, η Λιλή Παπαγιάννη, ο Ανδρέας Φιλιππίδης, η Δέσπω Διαμαντίδου, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και ο Σταύρος Ξενίδης, ο συγγραφέας Κώστας Πρετεντέρης και η δημοσιογράφος Φωφώ Βασιλακάκη. Στο γλέντι τραγούδησε και ο σερ της νύχτας Μπιθικώτσης, που μπροστά του το ζευγάρι, μερικούς μήνες πριν, είχε πάρει την απόφαση να παντρευτεί.
Ακολούθησε το ταξίδι του μέλιτος στο Παρίσι. Κατέλυσαν σε σουίτα του ξενοδοχείου «Λουτέσια» και ο Χατζηφωτίου βάλθηκε να της γνωρίσει την Πόλη του Φωτός.
Η Τζένη παρακολούθησε τις σημαντικότερες θεατρικές παραστάσεις της εποχής, ένιωθε ευτυχισμένη, ερωτευμένη, πανέμορφη. Συνάντησαν όλους τους φίλους του Ζάχου, κοσμικούς, πλέι-μπόι και διασημότητες, έφαγαν στα ακριβότερα εστιατόρια, όπως το Maxim’s, το Seherazade, το Raspoutin, το Petrograd και το πλέον σικ, το Tour d’ Αrgent.
Στην Αθήνα έπιασαν σπίτι στην οδό Χάριτος, γωνία με Πλουτάρχου. Εν έτει 1962 στήνει τον δικό της θίασο με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και ανεβάζει το «Κρατικές Υποθέσεις» του Λουί Βερνέιγ, με σκηνοθέτη τον Μυράτ.
Στο σπίτι του νιόπαντρου ζευγαριού συνέρρεαν καθημερινά ηθοποιοί, σκηνοθέτες, παρατρεχάμενοι κάθε είδους του θεάτρου και οι συζητήσεις και οι πρόβες κρατούσαν μέχρι πολύ αργά το βράδυ. Κι όταν άρχιζαν οι παραστάσεις, τα ξενύχτια συνεχίζονταν με φαγητό, ενίοτε και με κοσμικές εξόδους. Του Χατζηφωτίου, καθώς προσπαθούσε να διαπρέψει στο λιμάνι, ως εφοπλιστής βέβαια, δεν του έφτανε ο ύπνος. Η ζωή κυλούσε σχετικά ανέφελα, αλλά πολύ «κουραστικά» για τους δυο τους.
Οι παρέες του Χατζηφωτίου έγιναν και δικές της και μαζί συναναστρέφονταν πια ανθρώπους του πλούτου και της εξουσίας, αυτό που λένε «παλιά τζάκια» − χώρια οι πρεμιέρες στα θέατρα ή στα κέντρα όπου τραγουδούσαν οι μεγαλύτερες φίρμες.
Παράλληλα, για εκείνη συνεχίζονταν οι κινηματογραφικές επιτυχίες. Τότε ήταν που η Καρέζη συνέλαβε την ιδέα να ανεβάσει τη χειμερινή σεζόν ένα ελληνικό «μιούζικαλ», και μάλιστα δραματικό. Ένα έργο του Καμπανέλλη που θα έντυνε μουσικά ο Θεοδωράκης, τη «Γειτονιά των αγγέλων». Έκλεισε το Κοτοπούλη-Ρεξ των δύο χιλιάδων θέσεων, μία από τις μεγαλύτερες σε χωρητικότητα θεατρικές αίθουσες της πόλης.
Χρειάστηκε πολλή και σκληρή δουλειά για να επιτευχθεί ο στόχος, με σκηνοθέτη τον ίδιο τον συγγραφέα, σε χορογραφίες του Βαγγέλη Σειληνού και με μια διανομή που έσφυζε από νιάτα: ο Νίκος Κούρκουλος, ο Κώστας Καρράς σε μία από τις πρώτες του εμφανίσεις, η Ζωή Φυτούση αλλά και ο Γιάννης Πουλόπουλος. Στις 4 Οκτωβρίου του 1963 που έγινε η πρεμιέρα, έμοιαζε σαν θρίαμβος. Σκηνικά και κοστούμια τέλεια, εντυπωσιακές χορογραφίες, μουσικά μοτίβα που αργότερα έγιναν διάσημα διεθνώς από τον «Ζορμπά», δυνατές ερμηνείες.
Παρ’ όλα αυτά, η πλοκή ήταν αδύναμη και αποδέκτης ένα κοινό που δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο να διακόπτεται η δράση για να παρεμβληθούν χορευτικά νούμερα. Έτσι, μέσα σε λιγότερο από δέκα μέρες τα δύο χιλιάδες εισιτήρια με τα βίας έφταναν πια τα διακόσια. Η επιτυχία των πρώτων ημερών εξελίχτηκε σε παταγώδη αποτυχία. Η Καρέζη έπαιζε για πρώτη φορά σε μισοάδεια πλατεία.
Εν τέλει, και μετά από πίεση του επιχειρηματία Χέλμη, σε λιγότερο από έναν μήνα η παράσταση κατέβηκε, κι ας είχε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον ο Μαρσέλ Καμί, ο σκηνοθέτης του θρυλικού «Orfeu Negro», να το γυρίσει στα γαλλικά μαζί της, ένα σχέδιο που επίσης ναυάγησε.
ταν σκηνοθέτης και του γνωστού μελό «Ένας μεγάλος έρωτας» με τους Ξένια Καλογεροπούλου, Τασσώ Καββαδία, Μηνά Χρηστίδη, Τζένη Ρουσσέα και Νίκο Κούρκουλο
Λάτρης της θάλασσας, μετά από μια βόλτα στην Ύδρα με την παλιά Αθηναία Μαρλέν Καρέρ και τον τότε σύζυγό της αρχιτέκτονα Αντώνη Κιτσίκη, της μπήκε στο μυαλό να πάρει και η ίδια κότερο. Χάρη στον Ζάχο βρέθηκε μια εξαιρετική ευκαιρία από έναν φίλο του, που τους έδωσε σε καταπληκτική τιμή ένα δεκαεξάμετρο Camper & Nicholsons, από τα καλύτερα σκαριά στον κόσμο. Φυσικά, το ονόμασε «Μαίρη Μαίρη», καθώς στην επιτυχία του ομώνυμου έργου της χειμερινής σεζόν ’64-’65 όφειλε την αγορά του.
Τα Σαββατοκύριακα δεν κρατιόταν, έπαιρνε τις φίλες της κι έκαναν μίνι κρουαζιέρες στον Σαρωνικό. Ο γάμος της, εν τω μεταξύ, είχε αρχίσει να καταρρέει. Ο κόσμος του κύκλου τους κουτσομπόλευε, σχολίαζαν τις μεγάλες και διαρκείς απουσίες εκείνου κι εκείνη βυθιζόταν στις υποψίες. Με το που επέστρεφε από τα επαγγελματικά του ταξίδια, όλα αυτά οδηγούσαν σε προστριβές και αντεγκλήσεις.
Έτσι, καλοκαίρι του 1965 είχαν πια πάψει να είναι ανδρόγυνο. Οι δύο πρώην σύζυγοι παρέμειναν καλοί φίλοι έκτοτε και συχνά έβγαιναν με φίλους τους, γιατί η αλήθεια είναι ότι είχαν υπάρξει ειλικρινά ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλον. Πάντως, μαζί μ’ εκείνον της έφυγε και το μεράκι για κρουαζιέρες και σύντομα το «Μαίρη Μαίρη» έγινε κι αυτό παρελθόν.
Ο Δημόπουλος είχε εξελιχθεί στον προσωπικό της σκηνοθέτη. Δύο μεγάλες επιτυχίες του παίχτηκαν στους αθηναϊκούς κινηματογράφους το ίδιο διάστημα. Το «Τζένη Τζένη», σε ένα πανέξυπνο σενάριο των Γιαλαμά-Πρετεντέρη, με τους Παπαγιανόπουλο, Κωνσταντάρα, Μπάρκουλη −όπου ακούγεται το γνωστό «Γκόρτσος Γκόρτσος»− και η κλασική πια κωμωδία «Μια τρελή τρελή οικογένεια», με τη σπουδαία Μαίρη Αρώνη στον κεντρικό ρόλο της Πάστα-Φλώρα.
Τον Οκτώβριο του 1966 ανέβασε για πρώτη φορά συνειδητά πολιτικοποιημένο θέατρο, το αντιηρωικό «Βίβα Ασπασία» του Καμπανέλλη, όπου έπαιζε μια πόρνη που ανήκε στην Αντίσταση. Ολόκληρος ο πουριτανικός Τύπος της αριστεράς στράφηκε εναντίον τους και η παράσταση κατέβηκε μέσα σε δύο μήνες.
Παράλληλα, αποτόλμησε την πρώτη της γαλλική ταινία, το «Μια σφαίρα στην καρδιά» του φιλέλληνα σκηνοθέτη Ζαν Ντανιέλ Πολέ, με τους Σάμι Φρέι, Φρανσουάζ Αρντί, Σπύρο Φωκά, Βασίλη Διαμαντόπουλο, σε μουσική Θεοδωράκη. Δεν είχε καμία τύχη, αλλά ούτε η Καρέζη είχε λόγο ν’ αφήσει πια την Ελλάδα και να κυνηγήσει καριέρα στο εξωτερικό.
Η νέα ζωή με τον Καζάκο
Με τον Καζάκο όλα ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1966, στο πρώτο γύρισμα της ταινίας «Κοντσέρτο για πολυβόλα» με τον Δημόπουλο στον Ισθμό. Έπρεπε να περιμένουν να περάσει ένα καραβάκι για να το γυρίσουν και καθώς αυτό αργούσε, άρχισαν να παίζουν τάβλι
. Εκείνος φορούσε στολή αξιωματικού, ήταν νέος και ωραίος, έπαιζε πρώτη φορά σε παραγωγή του παντοδύναμου Φίνου. Το παράστημά του εντυπωσίασε τη σταρ, που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε αδιαφορήσει για εκείνον στις προηγούμενες συναντήσεις τους.
Αυτή τους η συνάντηση ήταν καθοριστικής σημασίας. Ο δρόμος που ακολούθησε τόσο στο θέατρο όσο και στη ζωή έκτοτε ήταν τελείως διαφορετικός από εκείνον που είχε διανύσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η προσωπικότητα του Καζάκου, ενός άντρα που είχε ψηθεί από παιδί στη βιοπάλη, με αριστερή συνείδηση, την προσγείωσε σε μια άλλη διάσταση της πραγματικότητας.
Ο γάμος τους τον Αύγουστο του 1968 ήταν απλός και δεν είχε καμία σχέση με το παραλήρημα του πρώτου της γάμου. Κατέβηκαν από το σπίτι της Ίωνος Δραγούμη στα Ιλίσια, πέρασαν απέναντι στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους με συνοδεία βιολιά και νταούλια και μετά το τέλος του μυστηρίου επέστρεψαν στη βεράντα τους με τους στενούς τους φίλους και συγγενείς για το τραπέζι. Ο Καρπούζης ήταν και αυτήν τη φορά απών.
Η πρώτη παράσταση στην οποία έπαιξαν μαζί ήταν η «Θεοδώρα η Μεγάλη» του Γεωργίου Ρούσου σε σκηνοθεσία του Αλέξη Μινωτή τον Οκτώβριο του 1968. Η Ελλάδα είχε πλέον δικτατορία. Τόσο οι πολιτικές εξελίξεις όσο και ο στρατευμένος ιδεολογικά στην αριστερά σύζυγος ωρίμασαν την Καρέζη σχεδόν απότομα.
Αφυπνίστηκε και σταδιακά έγινε ένα ανεξάρτητο, προοδευτικό και ελεύθερο πνεύμα. Άρχισε να ψάχνει, να ανατρέχει, τόσο στα βιβλία όσο και στη μνήμη της. Να ξαναδιαβάζει την ιστορία του τόπου, φέρνοντας στο μυαλό της λεπτομέρειες του πρόσφατου παρελθόντος που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε αφήσει να της ξεφύγουν.
Σαν να ένιωθε τύψεις για όλα τα τρομακτικά και ιστορικά γεγονότα που πέρασαν δίπλα της κι εκείνη δεν τα είχε πάρει χαμπάρι. Ρωτούσε, μάθαινε και διαμόρφωνε μια νέα Καρέζη από την αρχή. Σαν να ήθελε να εξιλεωθεί.
Τα χρόνια της χούντας
Τον επόμενο χειμώνα του 1969 δεν ανέβηκε στη σκηνή λόγω εγκυμοσύνης. Όσο πλησίαζε η μέρα της γέννας, η ανησυχία της ήταν μήπως γεννηθεί το παιδί στις 21 Απριλίου και αναγκαστούν να κάνουν νονά τη Δέσποινα Παπαδοπούλου, τη σύζυγο του δικτάτορα, που έτρεχε και βάφτιζε όσα παιδάκια γεννιόντουσαν ανήμερα της επετείου της «επαναστάσεως».
Η κλινική «Μητέρα» και ο γιατρός της ήταν ενήμεροι, ώστε, αν χρειαζόταν, να αποκρύψουν το χαρμόσυνο γεγονός. Τελικά, ο γιος της γεννήθηκε με καισαρική στις 25 Απριλίου και το κακό απεφεύχθη. Όσον αφορά τα βαφτίσια του, νονοί του έγιναν η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής. Το όνομα αυτού, Κωνσταντίνος.
Ο πατέρας της Καρέζη όλα εκείνα τα χρόνια ήταν άφαντος. Η Τζένη ένιωθε μεν κάποια θλίψη για το πώς είχαν έρθει τα πράγματα, αλλά από την άλλη δεν ξεχνούσε πόσο κακός πατέρας είχε υπάρξει. Αν και διατηρούσε κάποια επαφή με τη θεία της και αδελφή του, σύζυγο στρατηγού της Χωροφυλακής, είχε μηδαμινές πληροφορίες για εκείνον. Έως ότου μια μέρα χτύπησε το κουδούνι της πόρτας και τον είδε μπροστά της.
Είχε να τον δει από τότε που εγκατέλειψε το σπίτι του στο Χαλάνδρι. Τόσο αιφνιδιάστηκε, που μόλις τον αντίκρισε κρύφτηκε. Τον υποδέχτηκε ο Καζάκος κι εκείνος, χωρίς καν να τον κοιτάξει, ρώτησε ορθά κοφτά: «Πού είναι;». Είχε πάει μόνο και μόνο για να δει τον εγγονό του.
Τον οδήγησαν στο παιδικό δωμάτιο, έβγαλε μια χαρτοπετσέτα με φλουριά και χρύσωσε τον μικρό Κωνσταντίνο μέσα σε μια αμήχανη σιωπή. Κάθισαν για έναν καφέ, εκείνη κλείστηκε στον εαυτό της σαν στρείδι κι εκείνος μίλησε πολύ και αποκλειστικά για τον εαυτό του και τις συνήθειές του. Παρέμενε ένας αμετανόητος, μονολιθικός άνθρωπος. Και πάλι εξαφανίστηκε.
Οι δύο ηθοποιοί ξημεροβραδιάζονταν ψάχνοντας ένα έργο που να ταράξει την ησυχία της χούντας. Συζητήσεις, ατέλειωτα διαβάσματα έργων της διεθνούς δραματουργίας, μέχρι που ένα χειμωνιάτικο βράδυ έσκασε η ιδέα του «Μεγάλου Τσίρκου».
Η τελευταία ρομαντική κωμωδία που γύρισε η Καρέζη ήταν το 1968, το «Ένας ιππότης για τη Βασούλα», του Γιάννη Δαλιανίδη. Ακολούθησαν το «Μια γυναίκα στην αντίσταση» του Ντίνου Δημόπουλου, το πατριωτικό «Μαντώ Μαυρογένους» του Κώστα Καραγιάννη.
Η άκρως ’70s στην αισθητική της «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη, σε διασκευή του Γιάννη Νεγρεπόντη, σκηνοθεσία του Γιώργου Ζερβουλάκου και μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου, ήταν μια παραγωγή του ζεύγους που έκανε πρεμιέρα το φθινόπωρο του 1972 στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ήταν η τελευταία κινηματογραφική της ταινία. Τον Φεβρουάριο του 1973 συμμετείχε στην πρώτη της τηλεοπτική δουλειά, το κατοχικό δράμα «Μαρίνα Αυγέρη», για την τότε κρατική ΕΙΡΤ. Το σενάριο ήταν της ίδιας, που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Παυλίνα Μπόταση.
Κατά τη διάρκεια της χούντας ο κόσμος του θεάτρου προσπαθούσε να ανεβάζει έργα που να λένε κάτι στον κόσμο, αλλά να μην τα πιάνει και η λογοκρισία.
Η Καρέζη με τον Καζάκο ανέβασαν το «Η κυρία δε με μέλλει» του Σαρντού, μια κωμωδία στην οποία μια πλύστρα, που τα έχει με λοχαγό του Ναπολέοντα, τον κάνει Στρατάρχη, όταν ο τελευταίος γίνεται αυτοκράτορας. Επρόκειτο για ευθεία σάτιρα των συνταγματαρχών και των δικών τους συζύγων, γεγονός που μετέτρεψε το έργο σε μεγάλη επιτυχία, όχι χωρίς κάποια προβλήματα.
Επάνω στο ζωγραφικό σκηνικό που κάλυπτε την αυλαία του θεάτρου «Διάνα» είχαν γράψει με μεγάλα γράμματα ολόκληρη τη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου της Γαλλικής Επανάστασης. Κάθε τόσο ο γενικός γραμματέας Τύπου της χούντας περνούσε και τους πίεζε να την κατεβάσουν. Ωρυόταν, τους φοβέριζε ότι θα τους έστελναν στη Γυάρο, αλλά δεν τόλμησαν.
Οι δύο ηθοποιοί ξημεροβραδιάζονταν ψάχνοντας ένα έργο που να ταράξει την ησυχία της χούντας. Συζητήσεις, ατέλειωτα διαβάσματα έργων της διεθνούς δραματουργίας, μέχρι που ένα χειμωνιάτικο βράδυ έσκασε η ιδέα του «Μεγάλου Τσίρκου». Το έναυσμα ήταν ο Κρόνος που τρώει τα παιδιά του. Επάνω εκεί ο Καμπανέλλης θα έγραφε ένα πανόραμα της ελληνικής Ιστορίας, όπου θα γινόντουσαν αναγωγές στη σύγχρονη κατάσταση.
Το έργο αποτελούνταν από επεισόδια και κάθε φορά που ο Καζάκος περνούσε την πόρτα της Υπηρεσίας Λογοκρισίας με καινούργιο υλικό, του το επέστρεφαν ως απορριπτέο. Έγραφε και ξανάγραφε από την αρχή ο Καμπανέλλης, μπέρδευε χρονολογικά τα ιστορικά γεγονότα, αλλά ήταν αδύνατον να τους ξεγελάσουν.
Τελικά, μαζεύτηκαν όπως-όπως κάποια κείμενα τα οποία εγκρίθηκαν κι ετοιμαζόντουσαν για πρεμιέρα. Τότε προστέθηκαν ο Ρωμιός και το Ρωμιάκι, ένα αλητάκι κι ένας μουρλός δελαπατρίδης, παιγμένοι από τους δυο τους, οι οποίοι θα εξηγούσαν κάθε επεισόδιο και θα εισήγαγαν το κοινό στο επόμενο. Έτσι θα μπορούσε να μπορεί να γίνει κατανοητή η αφήγηση των ιστορικών γεγονότων.
Η λογοκρισία τούς έθεσε ως όρο ότι για να τους δώσουν την οριστική άδεια θα έπρεπε να παρακολουθήσουν τη γενική δοκιμή. Ο θίασος πέρασε το έργο τροχάδην, ώστε να μην υπάρξει καθόλου συγκίνηση, κανέναν αστείο.
Πράγματι, η πρόβα κράτησε μόλις μία ώρα κι ένα τέταρτο. Η επιτροπή λογοκρισίας έφυγε με τη βεβαιότητα ότι το έργο θα ήταν μεγάλο φιάσκο. Την επομένη βραδιά 22 Ιουνίου 1973, η πρεμιέρα στο θερινό «Αθήναιον» απέναντι από το Μουσείο κράτησε τρεισήμισι ώρες και ήταν πραγματικός θρίαμβος: η μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου, η αποθεωτική ερμηνεία των τραγουδιών από τον Νίκο Ξυλούρη, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος ως Κολοκοτρώνης σπαραχτικά συγκινητικός, ο Καζάκος και η Καρέζη ξεσηκωτικοί.
Η σκηνή έγινε ένα με την πλατεία και η επιτυχία εκείνο το βράδυ, όσο και τα επόμενα, ήταν μεγαλειώδης. Το κοινό που διψούσε για ελεύθερη έκφραση και σάτιρα ρουφούσε κάθε λέξη, κάθε χειρονομία. Τα χειροκροτήματα και τα γέλια λειτουργούσαν καθαρτικά μετά από έξι χρόνια ανελευθερίας.
Έτσι άρχισαν οι απειλές. Κάθε λίγο και λιγάκι τους ξυπνούσαν μες στη νύχτα και απαιτούσαν να περάσουν από διάφορες υπηρεσίες, όπου με φωνές και εκφοβισμούς τους ζητούσαν να το κατεβάσουν.
Εκείνοι, αψηφώντας τον κίνδυνο ή μην πολυκαταλαβαίνοντας ότι έπαιζαν το κεφάλι τους, δεν τους έπαιρναν στα σοβαρά και γελούσαν μαζί τους. Μεθυσμένοι από την επιτυχία, από την καθολική αποδοχή του κόσμου, ίσως και να μυρίζονταν ότι πλησίαζε το τέλος του στρατιωτικού καθεστώτος.
Όταν μεταφέρθηκαν στο χειμερινό Ακροπόλ της οδού Ιπποκράτους η παράσταση είχε πια ξεφύγει από τα στενά θεατρικά πλαίσια. Ήταν ένα κοινωνικο-πολιτικό γεγονός. Μέσα στο θέατρο κυκλοφορούσαν εσατζήδες, ασφαλίτες, ένστολοι, αστυφύλακες, με όπλα, κλομπ, περιβραχιόνια, κάθε είδους παρακλάδι του στρατού και της αστυνομίας.
Όταν ξεκίνησαν τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο οι φοιτητές δανείστηκαν συνθήματα από το «Τσίρκο», όπως τα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» ή «Φωνή λαού, οργή Θεού» από τη σκηνή της 3ης Σεπτεμβρίου όπου έβγαιναν πανό στην αντιπαράθεση μεταξύ λαού και παλατιού.
Στις 17 Νοεμβρίου οι παραστάσεις διακόπηκαν λόγω της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και διαδόθηκε η φήμη ότι η Τζένη ήταν ανάμεσα στα θύματα. Διαψεύστηκε αμέσως, αλλά το μεσημέρι της 22ας Νοεμβρίου και ενώ μέλη του θιάσου βρίσκονταν στο σαλόνι του ζευγαριού, συζητώντας για το έργο, εισέβαλε η αστυνομία. Άρπαξαν την Καρέζη, την έχωσαν σε ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας κι εξαφανίστηκαν, αφήνοντας τον Καζάκο πίσω μόνο του.
Την επομένη κιόλας ημέρα συνέλαβαν και τον ίδιο, οδηγώντας τον στο Γουδί. Η κράτηση και των δύο διήρκεσε έναν μήνα. Αν δεν είχε κάνει ο υπουργός Παιδείας του Ιωαννίδη, που εν τω μεταξύ είχε αντικαταστήσει τον Παπαδόπουλο, δηλώσεις που εξέθεσαν διεθνώς την κυβέρνησή τους, η φυλάκισή τους ίσως να κρατούσε πολύ περισσότερο. Η χούντα, για να καλύψει την γκάφα του υπουργού, άφησε λίγο πριν από τα Χριστούγεννα διακόσιους φοιτητές, ανάμεσά τους και τους δύο ηθοποιούς.
Στις 21 Δεκεμβρίου το «Μεγάλο μας τσίρκο» άνοιξε ξανά. Παρόλη την έντονη παρουσία εσατζήδων, ο κόσμος έσπευσε να το δει. Στο τέλος της παράστασης μια βροχή από εκατοντάδες κόκκινα γαρίφαλα που οι θεατές είχαν κρυμμένα στις τσάντες τους έλουσαν τους πρωταγωνιστές, κοκκινίζοντας τη σκηνή.
Ο ενθουσιασμός ήταν πια ασυγκράτητος. Τις επόμενες ημέρες και μήνες μπουλούκια κόσμου συνέρρεαν και γινόταν πραγματικό πανδαιμόνιο. Όπου η Καρέζη δεν μπορούσε να πει τα πράγματα με το όνομά τους, χρησιμοποιούσε παντομίμα, γκριμάτσες, το σώμα της, και ο κόσμος, χάρη στο αλάνθαστο λαϊκό ένστικτό του, αποκωδικοποιούσε τα πάντα. Τίποτα δεν λεγόταν ευθέως, αλλά όλα τα υπονοούμενα περνούσαν στο κοινό.
Ο θρίαμβος κράτησε μέχρι το καλοκαίρι του 1974, οπότε, όπως ήταν φυσικό, δεν τους ανανέωσαν την άδεια να το συνεχίσουν.
Στις 22 Ιουλίου η χούντα έπεσε εν μέσω γενικής επιστράτευσης και υπό την απειλή πολέμου με την Τουρκία λόγω της εισβολής της Κύπρου. Ο στρατηγός Γκιζίκης, η τελευταία μαριονέτα της δικτατορίας, παρέδωσε το τιμόνι της χώρας στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που έφεραν άρον-άρον από τη Γαλλία για να σώσει την Ελλάδα. Μετά από αυτό επανήλθε η δημοκρατία και άνοιξαν τα σύνορα για όλους τους εξόριστους που επί επτά χρόνια ήταν αδύνατον να επιστρέψουν στην πατρίδα.
Αμέσως έκανε πρεμιέρα το «Μεγάλο μας τσίρκο Νο2», μια αποκατεστημένη εκδοχή του προηγούμενου, με σκηνές για την εξέγερση του Πολυτεχνείου που προστέθηκαν κι ένα καλωσόρισμα σε όσους επέστρεψαν από το εξωτερικό. Στην πρεμιέρα του καλοκαιρινού Αθήναιον ήταν παρών ολόκληρος ο δημοκρατικός πολιτικός κόσμος της Αθήνας. Τον Σεπτέμβριο έκλεισαν το Παλαί ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης για έξι ημέρες.
Ένας χώρος 7.500 θέσεων θα μπορούσε να γεμίσει μόνο με ένα διάσημο ροκ συγκρότημα, αλλά ποτέ με μια παράσταση. Κι όμως, ο θρίαμβος που συνόδευσε το «Τσίρκο» ήταν κάτι το ανεπανάληπτο. Η γυάλινη θολωτή οροφή σειόνταν από τα χειροκροτήματα και τα γέλια του κόσμου, ενώ Καρέζη και Καζάκος επί έξι συνεχείς βραδιές αποθεώνονταν από χιλιάδες λαού.
Το καλοκαίρι του 1975, στην επέτειο του πραξικοπήματος εναντίον της Κύπρου, έπαιξαν έξω από την Ορμηδεία σε μια αλάνα που έβλεπαν από απόσταση τα ελληνικά σπίτια της Αμμοχώστου.
Συναντήθηκαν με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και οι εισπράξεις πήγαν υπέρ των προσφύγων της εισβολής. Το «Μεγάλο μας τσίρκο» το είδαν συνολικά 550.000 άνθρωποι, γεγονός που ξεπέρασε τα θεατρικά δεδομένα και το ανήγαγε σε πολιτικό γεγονός.
Μεταπολίτευση – Η μεγάλη στροφή
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1974, σε συνέντευξή της στη Σούλα Αλεξανδροπούλου για το περιοδικό «Φαντάζιο», είπε: «Τώρα πια ξέρω πως το θέατρο που μ’ ενδιαφέρει δεν είναι το θέατρο τους ενός αλλά το θέατρο των πολλών.
Είμαστε ευτυχισμένοι, νιώθουμε ευτυχισμένοι, νιώθουμε να λειτουργούμε σωστά δουλεύοντας έτσι όλοι μαζί, σε ένα κλίμα συνεργασίας. Ναι, έχω αλλάξει. Τα πρώτα χρόνια με κυριαρχούσε η φιλοδοξία να γευτώ τη σκηνή, το χειροκρότημα, την επιτυχία. Είναι φυσικό να τα χάνεις λίγο όταν γίνεσαι πρωταγωνίστρια σε μια βραδιά, όπως έγινα εγώ».
Μετά από επτά χρόνια φίμωσης, οι Έλληνες επιτέλους ανάσαιναν. Το θέατρο, όπως και το τραγούδι στις μπουάτ της Πλάκας, είχε έντονα πολιτικοποιημένο χαρακτήρα και η νεολαία οραματιζόταν μια νέα Ελλάδα. Οι μεγάλες συναυλίες κατακλύζονταν από πλήθη λαού και ο τόπος ζούσε πρωτόγνωρες μαζικές εκδηλώσεις.
Τον Ιούνιο του 1975 Καρέζη και Καζάκος, σε σκηνοθεσία του τελευταίου και μουσική του Θεοδωράκη, ανέβασαν στο Αθήναιον της Πατησίων ένα πολιτικό έργο του Καμπανέλλη με ντοκιμαντερίστικη δομή, το «Εχθρός Λαός». Τα τραγούδια ερμήνευε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, υπογραμμίζοντας το πολιτικοποιημένο κλίμα της εποχής.
Από καιρό έψαχναν να βρουν μια χειμερινή μόνιμη στέγη. Μαθαίνουν ότι το κτιριακό συγκρότημα που είχε χτίσει το Μετοχικό Ταμείο Στρατού στην Ακαδημίας διέθετε έναν χώρο που προοριζόταν για τις ομιλίες του δικτάτορα Παπαδόπουλου και είχε μείνει ημιτελές.
Ήταν να βγει σε πλειστηριασμό. Έσπευσαν, κάνοντας την υψηλότερη προσφορά, και το 1976 κατοχυρώθηκε σ’ αυτούς. Εξαιτίας πολλών, γραφειοκρατικών κυρίως, προβλημάτων και με καθυστέρηση δυόμισι χρόνων, τους παραδόθηκε το καλοκαίρι του 1978 ένα νέο θέατρο που ονόμασαν «Αθήναιον».
Ένα βράδυ, ενώ έπαιζαν στο θέατρο, χτύπησε το τηλέφωνο. Είχε γίνει ένα σοβαρό ατύχημα που αφορούσε τον πατέρα της Τζένης. Ο Κωνσταντίνος Καρπούζης είχε παρασυρθεί από ένα φορτηγό.
Τον είχαν στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Με το τέλος της παράστασης έφυγαν πανικόβλητοι, όπου τον βρήκαν σε ένα ράντζο στον διάδρομο. Οι γιατροί αναγνώρισαν την Καρέζη και βρέθηκε αμέσως δωμάτιο. Την έπιασε φοβερή αγωνία. Ήθελε πάση θυσία να τον σώσει, να φέρει γιατρούς από το εξωτερικό αν χρειαζόταν, να τον πάει έξω η ίδια, αν έπρεπε.
Τύψεις κι ενοχές ανάμεικτα με απελπισία ότι έχανε τον πατέρα της την έκανα να παραληρεί, ενώ οι γιατροί τής εξηγούσαν ότι δεν υπήρχε καμία ελπίδα να σωθεί. Ήταν υπόθεση ωρών να καταλήξει. Τον έβαλαν στην εντατική και περίμεναν.
Την επόμενη βραδιά, με το τέλος της παράστασης, έτρεξε και πάλι στο νοσοκομείο. Μπήκε στο μισοσκότεινο δωμάτιο κι όπως πλησίασε το κρεβάτι, τον άκουσε να λέει: «Ευγενούλα». Την είχε όντως καταλάβει, ποιος να ξέρει; Ο θάνατός του της κόστισε πολύ. Η απολυτότητα και των δύο, όμως, τους είχε κρατήσει χωριστά για χρόνια.
Το χειμώνα του 1977, στο θέατρο «Σούπερ Σταρ» της οδού Αγίου Μελετίου, έστησαν μια μεγαλειώδη παράσταση, την «Πάπισσα Ιωάννα» του ιστορικού Γεωργίου Ρούσσου, θεατρική μεταφορά του έργου του Εμμανουήλ Ροΐδη.
Η μινιμαλιστική σκηνογραφία και τα εντυπωσιακά κοστούμια του βραβευμένου με Όσκαρ Βασίλη Φωτόπουλου έδωσαν ξεχωριστή λαμπρότητα στο έργο, που έγινε ακόμα μια μεγάλη προσωπική επιτυχία για εκείνη.
Τη χειμερινή περίοδο 1977-1978 εγκαινίασαν επιτέλους τη δική τους θεατρική στέγη με το «Πολίτες Β’ κατηγορίας» του Ιρλανδού Μπράιαν Φριλ. Μια έντονη κριτική στην κρατική βία και στη διαστρέβλωση της πραγματικότητας για χάρη της έννομης τάξης, που αντανακλούσε εν μέρει και την πολιτική πραγματικότητα της μεταδικτατορικής εποχής στην Ελλάδα.
Ένα πράγμα την απασχολούσε, πώς θα μεταπηδούσαν οριστικά σε ένα ρεπερτόριο διαφορετικό από εκείνο στο οποίο αναγκαζόντουσαν συχνά να επιστρέφουν για καθαρά εμπορικούς λόγους. Η απάντηση δόθηκε με το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» του Έντουαρτ Άλμπι, με σκηνοθέτη τον Ζιλ Ντασέν. Η διανομή, πέρα από το ζευγάρι στους θρυλικούς ρόλους της Μάρθας και του Τζορτζ, συμπληρώθηκε από δύο ταλαντούχους νέους, την Όλια Λαζαρίδου και τον Γρηγόρη Βαλτινό.
Οι πρόβες ενός τόσο εξαντλητικού έργου, όπου δύο ζευγάρια αλληλοσπαράζονται στη διάρκεια μιας νύχτας, χάρισαν στους πρωταγωνιστές μια ανεπανάληπτη εμπειρία. Η πρεμιέρα έγινε στις 5 Νοεμβρίου του 1982 και αποτέλεσε ένα πραγματικό καλλιτεχνικό γεγονός. Η επιτυχία ήταν τέτοια, που έκτοτε το θεωρούσαν την πραγματική έναρξη του ρεπερτορίου του Αθήναιον. Έτσι, τον χειμώνα του 1984, με σύμμαχό τους τον σπουδαίο σκηνοθέτη και μεταφραστή Μίνωα Βολανάκη, ανεβάζουν την «Έντα Γκάμπλερ». Αυτήν τη φορά οι κριτικές δεν ήταν τόσο ενθουσιώδεις. Παρ’ όλα αυτά, συνεργάστηκαν μαζί του στη «Μήδεια» του Ευριπίδη.
Το έργο συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και έκανε πρεμιέρα στο Ηρώδειο στις 2 Αυγούστου του 1985. Θεωρήθηκε προσωπική επιτυχία της Καρέζη. Η παράσταση έκανε μεγάλη περιοδεία ανά την Ελλάδα και επαναλήφθηκε το επόμενο καλοκαίρι στην Επίδαυρο.
Το 1983 έκαναν το πρώτο τους ταξίδι στη Ρωσία, ανοίγοντας δίαυλο επικοινωνίας με το «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας και προετοιμάζοντας το έδαφος για μια πιθανή συνεργασία με τον διευθυντή του, ηθοποιό και σκηνοθέτη Ολέγκ Εφρέμοφ. Η αρχή έγινε τον Οκτώβριο του 1985 με το «Πρόσωπο με πρόσωπο», έργο ενός από τους πιο διάσημους Ρώσους δραματουργούς, του Αλεξάντρ Γκέλμαν. Μια σοβιετική «Βιρτζίνια Γουλφ», όπου όμως η αναμέτρηση αφορούσε ένα ζευγάρι.
Το άνοιγμα στους Σοβιετικούς είχε αποδώσει τους πρώτους καρπούς κι έτσι η επόμενη πρόσκληση ήταν προς τον Γεωργιανό σκηνοθέτη Ρόμπερτ Στούρουα για να αναλάβει την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή στην Επίδαυρο. Αυτή η «Ηλέκτρα» θεωρήθηκε η πιο τολμηρή που είχε δει μέχρι εκείνη τη στιγμή το κοινό των Επιδαυρίων και ως εκ τούτου εξελίχθηκε στην πιο επεισοδιακή.
Ο πρωτοποριακός Στούρουα έβαλε την Άννα Μακράκη που έπαιζε τον Αγγελιαφόρο να ανάβει τσιγάρο την ώρα του μονολόγου της κι αυτό ήταν αρκετό να ανάψει φωτιές. Ο σκηνοθέτης είχε διαπράξει μια ιεροσυλία στο αρχαίο θέατρο της Αργολίδας και έδωσε αφορμή για γιουχαΐσματα και πολλά πικρόχολα σχόλια.
Ο Μινωτής ενοχλήθηκε με τα τερτίπια του Σοβιετικού κι έριξε το φταίξιμο στο ζεύγος με την επιλογή του να φέρει ξένο σκηνοθέτη για ελληνική τραγωδία. Έτσι έληξε μια μακρόχρονη φιλία.
Τα μαύρα σύννεφα – Τίτλοι τέλους
Τον Οκτώβριο του 1988 ξαναφέρνουν τον Εφρέμοφ για τον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ. Η Καρέζη ως Λιουμπόβα έπαιξε έναν από τους σπουδαιότερους και πιο απαιτητικούς ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Ο κόσμος ανταποκρίθηκε, αλλά το έργο δεν έβγαλε ομαλά τη σεζόν. Τον Μάρτιο του 1989 το θέατρο έκλεισε γιατί η πρωταγωνίστρια έπρεπε να φύγει εσπευσμένα για το Λονδίνο.
Από καιρό είχε συμπτώματα στα οποία ο γυναικολόγος της, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είχε δώσει τη δέουσα σημασία. Τη θεωρούσε, όπως όλοι, «τέρας υγείας». Όταν πλέον διαγνώστηκε, ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας είχε προχωρήσει και είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος.
Στην Αγγλία έμεινε δύο μήνες, όπου έκανε χημειοθεραπείες και επέμβαση. Όταν επέστρεψαν, είχαν μείνει με την εντύπωση ότι είχαν προλάβει το κακό. Ο Στούρουα επέστρεψε στην Ελλάδα για τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή. Κι ενώ οι γιατροί τής έλεγαν ότι έπρεπε να ξεκουραστεί, εκείνη επέμενε να παίξει την Ιοκάστη και να ακολουθήσει τη μεγάλη περιοδεία.
Το 1990 η Λούλα Αναγνωστάκη γράφει ειδικά γι’ αυτήν το «Διαμάντια και μπλουζ». Το έργο έκανε πρεμιέρα στις 27 Οκτωβρίου σε σκηνοθεσία του Βασίλη Παπαβασιλείου. Ο κόσμος πια ήξερε. Άλλωστε, οι θεατές έβλεπαν την προσπάθεια που κατέβαλλε να ανταποκριθεί στον ρόλο.
Ήταν μια σπουδαία ερμηνεία, αυτό που λένε «η παράσταση της ζωής της». Εκτός του ότι η ονειροπόλα Άννα του έργου έδενε γάντι με την Τζένη, ίσως ενδόμυχα να ήξερε ότι με αυτό το έργο αποχαιρετούσε το θέατρο και το κοινό της. Στις 31 Μαρτίου του 1991 έδωσε την τελευταία της παράσταση.
Λίγο πριν από το τέλος, την επισκέφθηκε η Αλίκη Βουγιουκλάκη και πέρασαν κάποιον χρόνο μόνες. Το τι ειπώθηκε μεταξύ των δύο πρωταγωνιστριών, που για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες ο Τύπος ήθελε εχθρούς, ενώ εκείνες παρέμεναν φίλες, δεν έμαθε ποτέ κανείς.
Έναν μήνα πριν από το τέλος, ο Κωνσταντίνος Καζάκος έδινε πτυχιακές εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης. Η Τζένη ήθελε οπωσδήποτε να τις παρακολουθήσει
. Ο Καζάκος παρακάλεσε τον Λαζάνη να μπουν τα κομμάτια του γιου του στην αρχή, ώστε να φύγουν αμέσως. Μετά βίας μπορούσε να περπατήσει χωρίς να την κρατάει κάποιος. Φόρεσε καπέλο και μαύρα γυαλιά και πήγε στην οδό Φρυνίχου. Αρνήθηκε να φύγει αφού είδε τον γιο της. Έκατσε και είδε όλους τους τελειόφοιτους, συνολικά τέσσερις ώρες. Λίγο καιρό μετά έχασε και την όρασή της.
Έφυγε ξημερώματα Δευτέρας, στις 27 Ιουλίου του 1992.