Οι παροιμίες και οι λαϊκές ρήσεις αποτελούν έναν ανεκτίμητο θησαυρό της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Είναι σαν μικρές κάψουλες χρόνου, που περιέχουν μέσα τους συμπυκνωμένη τη σοφία και την εμπειρία πολλών γενεών.
Οι παροιμίες και οι λαϊκές ρήσεις αποτελούν έναν εύκολο και αποτελεσματικό τρόπο για να μεταδοθούν από γενιά σε γενιά σημαντικές αξίες, ηθικές αρχές και πρακτικές συμβουλές για τη ζωή.
Είναι διαχρονικές, καθώς αν και δημιουργήθηκαν σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους, διατηρούν τη σημασία τους ακόμη και σήμερα, καθώς οι ανθρώπινες εμπειρίες και τα προβλήματα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ίδια.
Ουσιαστικά είναι η πολιτισμική ταυτότητα ενός λαού και αποτελούν πλούτο γνώσης και εμπειρίας. Μας βοηθούν να κατανοήσουμε τον κόσμο γύρω μας και να αναπτύξουμε κριτική σκέψη, ενώ η εύστοχη χρήση τους σε μια συζήτηση μπορεί να δώσει χιούμορ, ζωντάνια και έμφαση στα λεγόμενά μας.
Μάθε πώς βγήκε η φράση «Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει»
Πολλές φορές ακούμε τη φράση «Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει». Γιατί όμως τη λέμε και από πού προέρχεται; Τη φράση την λέμε συνήθως όταν αναφερόμαστε σε καταστάσεις που φαίνεται ότι κάποιος προσφέρει κάτι, αλλά, τελικά, αυτός ο ίδιος ωφελείται.
Δύο φέρεται να είναι οι εκδοχές σχετικά με την προέλευση και κυρίως με τη χρήση της παροιμίας “Γιάννης κερνά , Γιάννης πίνει”.
Η αρχαιότερη έκφραση είναι “αυτός αυτόν αυλεί”. Ωστόσο, ήταν ένα από τα παλικάρια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη που ταυτίστηκε με την παροιμία σύμφωνα με τον δημοσιογράφο και λογοτέχνη Τάκη Νατσούλη, που επί δεκαετίες συγκέντρωνε λαογραφικό υλικό, το οποίο μετέπειτα εξέδωσε σε βιβλία.
Σύμφωνα λοιπόν με τη λαογραφική παράδοση, ο Τριπολιτσιώτης, Γιάννης Θυμιούλας, είχε θωριά που εντυπωσίαζε. Ήταν πανύψηλος, σχεδόν δυο μέτρα, παχύς, αφού λένε ότι έτρωγε αρνί στην καθισιά του αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Ήταν όμως και ρωμαλέος αφού μπορούσε να σηκώσει με το ένα του χέρι και άλογο, ενώ έπεφτε στη μάχη χωρίς να σκέφτεται τον κίνδυνο. Μάλιστα, είχε τόσο επιβλητικό παρουσιαστικό που οι εχθροί τρόμαζαν μόλις τον έβλεπαν. Πολλοί ήταν οι καπεταναίοι που τον έπαιρναν “δανεικό” από τον Κολοκοτρώνη σε δύσκολες πολεμικές επιχειρήσεις.
Όσον αφορά στη φράση που καθιερώθηκε στο πέρασμα των χρόνων, λέγεται ότι ο Γιάννης ο Θυμιούλας, κάποια στιγμή έμεινε μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του εγκλωβισμένος σε σπηλιά να πολιορκούνται από τον εχθρό. Η πολιορκία διήρκεσε περίπου τρεις ημέρες με αποτέλεσμα να ξεμείνουν από τρόφιμα, κάτι που δεν άρεσε καθόλου στον Θυμιούλα, αφού πείναγε αφάνταστα. Νιώθοντας απόγνωση ότι θα πεθάνει από την πείνα, έκανε ηρωική έξοδο από τη σπηλιά αρπάζοντας στο χέρι τη χαντζάρα του.
Βγήκε με απίστευτη ταχύτητα και όρμησε κατά πάνω στους εχθρούς χτυπώντας αριστερά και δεξιά όποιον έβλεπε. Οι εχθροί δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν. Πανικοβλήθηκαν και κατατρομαγμένοι το έβαλαν στα πόδια και έτσι γλύτωσε και το παλικάρι του Κολοκοτρώνη και οι σύντροφοί του.
Πεινασμένος ο Θυμιούλας έφθασε σε κοντινό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ζήτησε να του φέρουν και ένα βαρελάκι κρασί και άρχισε το φαγοπότι. Βέβαια, όποιον περνούσε από κοντά του έλεγε να τον κεράσει. Όταν έφθασε ο Κολοκοτρώνης και ζήτησε να μάθει τι συμβαίνει ο προεστός του χωριού απάντησε “Γιάννης κερνά, Γιάννης πίνει” και έτσι έμεινε αυτή η φράση αν και ήταν σε χρήση από παλιά.
Μία δεύτερη εκδοχή για την προέλευσή της, ο Νατσούλης αναφέρει ότι προέρχεται από όσους επέκριναν την ελληνική κυβέρνηση της εθνικής συνέλευσης που έγινε στο Άργος στις 11/7 έως 6/8/1829, η οποία “ευπειθώς καί ανεξετάστως εξετέλει τα θελήματα του Κυβερνήτου, γράφουσα ψηφίσματα προσχεδιασμένα εν τω γραφείο αυτού”. (Χ. Τρικούπης ένθ. αν.). Και σημειώνεται επιπλέον: “Εξ απλής δε προέρχεται συμπτώσεως, ότι η παροιμία έχει το όνομα Γιάννης δηλονότι αυτό το του Κυβερνήτου Ιωάννου Καποδίστριου, διότι πιθανώς είναι παλαιοτέρα των χρόνων εκείνων”.