Ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν, και θα είναι για πάντα, ένας μεγάλος δάσκαλος και φάρος έμπευνσης για την κοινότητα των καλλιτεχνών που τον τίμησαν στην τελευταία του έξοδο.
Η μπάντα του Πολεμικού Ναυτικού, η Φιλαρμονική του Δήμου Αθηναίων και η χορωδία της ΕΡΤ συνόδευσαν μουσικά τον Διονύση Σαββόπουλο στην τελευταία του κατοικία, στο Α’ Νεκροταφείο ντύνοντας το πένθος με τις μελωδίες του σπουδαίου δημιουργού.
Νωρίτερα, σε κλίμα συγκίνησης, η οικογένεια του, πολιτικοί και καλλιτέχνες εκφώνησαν επικήδειους αποχαιρετώντας το λαμπρό αίνιγμα του «Νιόνιου».
Από τον καλλιτεχνικό χώρο, πέρα από τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Σταμάτη Φσουλή και τον Αλκίνοο Ιωαννίδη που εκφώνησαν συγκινητικούς επικήδιους στον τραγουδοποιό, το παρών έδωσαν και ο Νίκος Πορτοκάλογλου, ο Γιάννης Ζουγανέλης και η κόρη του, Ελεωνόρα Ζουγανέλη, ο Πάνος Μουζουράκης, ο Φοίβος Δελοιβοριάς, η Ελευθερία Αρβανιτάκη, η Έλενα Τσαλιγοπούλου, η Άννα Φόνσου, ο Βαγγέλης Γερμανός, η Πέγκυ Ζήνα κα.
Οι Αλκίνοος Ιωαννίδης, Δήμητρα Γαλάνη και Σταμάτης Φασουλής συγκίνησαν με τα συναισθηματικά φορτισμένα αντίο τους:
Αλκίνοος Ιωαννίδης: «Ένας αμήχανος σοφός»
«Διονύση Σαββόπουλε, παιδικέ μου ήρωα, η πρώτη μεγάλη συναυλία που παρακολούθησα ήταν δική σου, όταν με πήγε ο πατέρας μου στο στάδιο της Λευκωσίας να σε δω,την εποχή που η Κύπρος έκειτο μακράν και δεν πάταγε καλλιτέχνης στο νησί.
Εσύ ήρθες και έστησες γιορτή. Σου άρεσαν οι γιορτές, τα μπουλούκια και τα συμπόσια, τα πανηγύρια, οι φιέστες, οι επέτειοι.
Προετοιμαζόσουν και τα περίμενες σαν παιδάκι που ανυπομονεί για τα Χριστούγεννα.
Σε αποχαιρετούμε σήμερα σαν έναν άνθρωπο σημαντικό για το τραγούδι και τον πολιτισμό, σημαντικό για τη σκέψη, το αίσθημα και την αισθητική μας, δηλαδή, για ολόκληρη τη ζωή μας. Χωρίς εσένα, άλλο θα ήταν το τραγούδι μας· άλλοι θα ήμασταν κι εμείς.
Σε αποχαιρετώ και εκ μέρους των παιδιών και μαθητών σου, των τραγουδοποιών της χώρας. Υπάρχουμε, γιατί προϋπήρξες.
Μας πήρες παιδάκια, μέσα από τα πικάπ του σπιτιού μας, και μας άνοιξες την πόρτα σ’ ένα περιβόλι του τρελού γεμάτο τραγούδια. Τρισυπόστατος, ένωσες τον συνθέτη, τον ποιητή και τον ερμηνευτή, ανεβάζοντας αυτή την ένωση αυτή σε θεόρατο ύψος.
Μας έμαθες την αλφαβήτα της ιερής μας τέχνης. Παραμέρισες θαρραλέα εμπόδια και οδοφράγματα, δείχνοντάς μας δρόμο στο άπειρο. Μας είπες: ‘Γράψτε τα τραγούδια σας και τραγουδήστε τα’. Μας ανέθρεψες, μας στήριξες, μας ελευθέρωσες.
Μαζί με τους αγαπημένους σου δασκάλους, τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Βασίλη Τσιτσάνη, φωταγώγησες τις πλατείες, τα σπίτια, τα θέατρα και τις καρδιές μας.
Ανέδειξες το πολύτιμο· ανέβασες το επίπεδο της χώρας συνολικά, το επίπεδο του καθενός και της καθεμιάς προσωπικά.
Ο αδελφός μου, ο Λίνος, ο ποιητής, το βράδυ που έφυγες, μου είπε για να με παρηγορήσει: Ο Σαββόπουλος είναι γιορτινός· καταργεί το πένθος. Τότε λοιπόν, γιατί έκλαψα τόσο; Και για ποιον – για σένα ή για μένα;
Πώς κατάφερες να ενωθείς μαζί μας σε τέτοιο βάθος;
Είπες κάποτε: Ο συνθέτης αυτό κάνει. Ενώνει τα κομμάτια της ψυχής μας σε ένα. Ε, λοιπόν, το έκανες πολύ καλά. Ένωσες τα κομμάτια μας. Κάποιους μας ένωσες συχνά και εναντίον σου. Ήσουν γεμάτος αντιφάσεις.
Ένας συντηρητικός με καρδιά επαναστάτη. Ένας αυστηρός δάσκαλος με ρούχα παλιάτσου. Ένας λόγιος καραγκιοζοπαίχτης. Ένας δύστροπος γέροντας με ψυχή ζαβολιάρικου παιδιού. Ένας βλοσυρός που του άρεσαν τα ανέκδοτα. Ένας ασκητής με ακριβά ρούχα. Ένας αμήχανος σοφός. Ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη.
Δεν ξέραμε πότε ήσουν ρόλος και πότε ο αυθεντικός σου εαυτός -ίσως ούτε κι εσύ. Δυσκολεύτηκες, σε ένιωθα.
Μας δυσκόλευες κι εμάς, μας τσάτιζες, ψάχναμε πού να σε κατατάξουμε, πώς να σε καταλάβουμε. Μα τι θέλαμε, επιτέλους; Να είσαι προβλέψιμος; Και ποιος θα έγραφε τότε αυτά τα απρόβλεπτα τραγούδια;
Σου ζητούσαμε να πειθαρχήσεις στην εικόνα που σου δίναμε όμως, μόνο ένας απείθαρχος θα μπορούσε να φτάσει εκεί που έφτασες. Θέλαμε να σε εξηγήσουμε, ήσουν ανεξήγητος.
Στην τελευταία σου συναυλία, πιο ευάλωτος και πιο σίγουρος από ποτέ, ερμηνεύοντας ένα ξένο τραγούδι με τη δική σου μετάφραση, εννοούσες κάθε λέξη, όταν μας είπες:
‘Κι αν έκανα το παν / κι αν πάλι ήταν λειψό, ακόμα κι αν αμφέβαλλα κι αν θέλησα να αγγίξω / πάντως δεν σας ξεγέλασα· σας είπα την αλήθεια / Κι αν όλα λάθος πήγανε, εγώ θέλω να σταθώ εδώ / στου τραγουδιού το ιερό μη έχοντας άλλο στη φωνή μου από το Αλληλούια’.
Και μας ρώτησες: Τι ακριβώς ακούσατε; Την αγιοσύνη ή τη φθορά στη λέξη Αλληλούια;
Ακριβέ μου δάσκαλε, τον τελευταίο καιρό έγινες τρυφερός. Ζήτησες τις συγγνώμες σου, είπες τα ‘σ’ αγαπώ’ σου. Να ’ναι καλά ο Γιώτης κι η Ελένη, αξιώθηκα κι εγώ, μετά από χρόνια, να σου το πω κι εγώ πως σ’ αγαπώ, πριν από λίγες μέρες. Στο επαναλαμβάνω ολόψυχα και τώρα, εδώ, στο ξόδι σου.
Εκ μέρους των γνωστών και άγνωστων ποιητών μιας αντιποιητικής εποχής, των σημερινών καλλιτεχνών, μιας Ελλάδας που παραμένει οικόπεδο και αποικία, αλλά που την αγάπησες, την τίμησες και την πλούτισες, εκ μέρους του κάθε ακροατή που χώρεσε στα τραγούδια σου κι του κάθε παιδιού που σε περιέχει χωρίς να το ξέρει – σε ευχαριστώ.
Φεύγεις γιορτινός και αιώνιος, αφήνοντάς μας τα ανεκτίμητα δώρα του περάσματός σου από την Γη».
Δήμητρα Γαλάνη: «Τελικά κατάφερες και μας έκανες όλους ποιητές και ενωμένους»
«Έχουν γράψει κι έχουν πει για σένα αυτές τις μέρες πανέμορφα πράγματα. Λόγια ψυχής. Τελικά κατάφερες και μας έκανες όλους ποιητές και ενωμένους.
Πραγματικά ο κόσμος τα έχει πει όλα, τα νιώθει όλα. Και πως αλλιώς θα ήταν άλλωστε αφού μας έχεις δώσει τέτοια δώρα; Θέλουμε με κάποιο τρόπο να σου ανταποδώσουμε με αυτό το μεγάλο ευχαριστώ.
Σε ένα από αυτά που γράφηκαν διάβασα “ο Σαββόπουλος είναι ο ρυθμός μέσα μας”. Από κει πιάστηκα, γιατί αυτόν τον ρυθμό, αλλά της καρδιάς μου, θα ακολουθήσω, για να με οδηγήσει τώρα να σε αποχαιρετήσω.
Το έργο σου είναι και θα είναι πάντα ολοζώντανο, νέο, αιώνια κληρονομιά μας. Εσύ όμως θα λείπεις. Θα μου λείπεις.
Γιατί είσαι τόσο βαθιά ριζωμένος μέσα μου. Γιατί ο λόγος σου ήταν το πιο φωτεινό μονοπάτι της ζωής μου.
Είναι πραγματικά δύσκολο όταν έχεις να θυμάσαι στιγμές, γιατί ήμουνα εκεί, στα γλέντια μας, με τις κιθάρες και τα τραγούδια πρίμο σεκόντο.
Γιατί κρεμόμουν από το στόμα σου κάθε φορά που θα μιλούσες. Γιατί έφηβη στεκόμουν στην ουρά για να πάρω τον καινούργιο σου δίσκο.
Για τον κόμπο που είχα στο λαιμό από τη συγκίνηση κάθε φορά που σε έβλεπα στις παραστάσεις σου. Γιατί πρωτοέπαιξα με την κιθάρα μου στη λατρεμένη μου Άσπα, την παιδική μου φίλη, τα τραγούδια σου, λίγο πριν σε συναντήσει στο δρόμο της ζωής σου.
Και τελικά για την τελευταία αυτή Καθαρή Δευτέρα που περάσαμε μαζί με την οικογένειά σου. Ξεκουράσου, ξεκουράσου τώρα, Διονύση.
Ήξερες ακριβώς τι θα παίξεις για τα παιδιά που θα έρθουν και που θα κατανοούν όλο και καλύτερα την κάθε πολύτιμη λέξη σου για να μαθαίνουν που πατούν και που πηγαίνουν, ποια είναι η ταυτότητά τους και για ποιο λόγο πρέπει να συνεχίσουν να αγαπούν και να είναι περήφανοι για αυτή τη γλώσσα, για ό,τι ελληνικό υπάρχει ακόμα μέσα μας και γύρω μας, για αυτόν τον πολιτισμό που τόσο αγάπησες και τραγούδησες, για αυτή την ταλαίπωρη πατρίδα, τελικά.
Άσπα, αγαπημένη μου, εφηβική μου φίλη. Έχεις την οικογένειά σου, τα υπέροχα παιδιά και τα εγγόνια σου που σε κρατάνε στην αγκαλιά τους, για να σου απαλύνουν όσο γίνεται αυτό το τεράστιο κενό. Πενήντα οκτώ χρόνια,Θεέ μου, είναι μια ολόκληρη ζωή. Όλα. Θέλω να ξέρεις ότι είμαι και θα είμαι πάντα κοντά σου.
Στο καλό! Πολυαγαπημένε μας Διονύση! Σε ευχαριστούμε για όλα».














