Η γνωστή φράση «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας» χρησιμοποιείται για να υποδείξει δολιότητα και ότι κάποιος πρέπει να φοβάται αυτόν που τον καλοπιάνει ή του δίνει δώρα γιατί ενδέχεται να τον προδώσει.
Οι παροιμίες και οι λαϊκές ρήσεις είναι πολύτιμα κομμάτια του πολιτισμικού μας πλούτου. Περνούν από γενιά σε γενιά, φέρουν μαζί τους σοφία αιώνων, κωδικοποιημένη σε σύντομες και εύστοχες φράσεις.
Κάθε λέξη, κάθε στίχος, έχει βαθύ νόημα, αποτυπώνοντας την εμπειρία, τις αξίες και τις πεποιθήσεις του κάθε λαού.
Μάθε πώς βγήκε η φράση «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας»
Ο Λαοκόων ήταν πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, ένας από τους Τρώες ιερείς του Θυμβραίου Απόλλωνα. Ο Λαοκόων ήταν γιος του Κάπυος ή του Αντήνορα ή του Πριάμου ή του Ακοίτη, αδελφός του Αγχίση και σύζυγος της Αντιόπης.
Ο μικρός του ρόλος στο τέλος του Τρωικού Πολέμου ήταν ότι προειδοποίησε τους Τρώες (μάταια) να μη δεχθούν τον Δούρειο Ίππο (= ξύλινο άλογο) ως δώρο από τους Έλληνες. «Μια θανάσιμη απάτη είναι τούτη, σκαρωμένη απ’ τους Αχαιούς αρχηγούς», είπε ο Λαοκόων.
Ο Λαοκόων κατά την παράδοση ασέβησε προς τον θεό του, είτε επειδή παντρεύτηκε και έγινε πατέρας, είτε επειδή είχε έρθει σε σωματική επαφή με τη σύζυγό του μπροστά στο είδωλο του θεού στον ναό.
Μετά την αποβίβαση των Ελλήνων στην Τροία, οι Τρώες είχαν λιθοβολήσει τον ιερέα τους, τον Ποσειδώνα, γιατί δεν απέτρεψε την εισβολή. Στην Αινειάδα, ο Βιργίλιος βάζει τον Λαοκόωντα να λέει: Equo ne credite, Teucri / Quidquid id est, timeo Danaos et dona ferentes, δηλαδή «Μην εμπιστεύεστε το άλογο, Τρώες. / Οτιδήποτε κι αν είναι, φοβάμαι τους Δαναούς ακόμα κι όταν φέρνουν δώρα». Από αυτούς τους στίχους έχει γίνει διάσημη και παροιμιώδης η φράση “timeo Danaos et dona ferentes”, και στα ελληνικά: «Φοβοῦ τοὺς Δαναοὺς καὶ δῶρα φέροντας».
Οι Τρώες όμως αψήφησαν τη συμβουλή του Λαοκόωντα, ξεγελασμένοι από τον Σίνωνα. Οργισμένος τότε ο Λαοκόων πέταξε το ακόντιό του στο ξύλινο άλογο. Εκείνη την ώρα ο θεός Ποσειδώνας, επειδή υποστήριζε τους Έλληνες, έστειλε δύο θαλάσσια φίδια και έπνιξαν τον Λαοκόωντα και τους γιούς του, Αντίφα (ή Αντιφάντη) και Θυμβραίο, είτε όρμησαν εναντίον των γιων του και ο Λαοκόων τρέχοντας να τους βοηθήσει σκοτώθηκε και αυτός.
Νομίζοντας τώρα ότι οι Έλληνες είχαν φύγει, οι Τρώες αποφάσισαν να θυσιάσουν στον θεό της θάλασσας για να καταστρέψει τα πλοία τους. Μη διαθέτοντας πια ιερέα του Ποσειδώνα, ανέθεσαν στον Λαοκόοντα, ιερέα ενός άλλου θεού, να θυσιάσει στον Ποσειδώνα. Αυτό ενίσχυσε την ασέβεια προς τον Απόλλωνα. Στην πραγματικότητα επομένως, ο Λαοκόων τιμωρήθηκε μάλλον από τον Απόλλωνα και για άλλους λόγους.
Κατά τον βυζαντινό ανθολόγο Ιωάννη Τζέτζη, η θανάτωση του Λαοκόωντα και των γιων του έγινε μέσα στον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνος, ενώ σύμφωνα με λιγότερο αποδεκτή παράδοση, ο πατέρας διασώθηκε και θρήνησε τα παιδιά του. Τα φίδια στη συνέχεια μπήκαν στον ναό της ακρόπολης της Τροίας και κουλουριάστηκαν στα πόδια του αγάλματος της Αθηνάς. Η παράδοση μνημονεύει ακόμη και τα ονόματα των δύο φιδιών: λέγονταν Όρκις (ή Πόρκις) και Χαρίβοια, και ήρθαν στην Τροία κολυμπώντας από τις Καλυδνές νήσους.
Η άτυχη χρονική συγκυρία προκάλεσε την παρερμηνεία του θανάτου του από τους Τρώες ως τιμωρία επειδή είχε κτυπήσει τον Δούρειο Ίππο, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ιερό το ξύλινο άλογο και να μεταφερθεί στην πόλη, με καταστροφικές συνέπειες.